- φυλάσσων
- φυλάσσωkeep watch and wardpres part act masc nom sgφῡλάσσων , φυλάζωform into tribesfut part act masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… … Dictionary of Greek
τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
ՊԱՀԱՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0587 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. φύλαξ, προφύλαξ custos, excubitor φυλάσσων qui custodit φυλάκισσα custos foemina. Որ պահէ զոք կամ զիմն՝ զգուշաւոր ոստիկանութեամբ. պահպանիչ. պէքճի .... եբր. շմէր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎՏԱՌԱՊԱՀ — (ի, աց.) NBH 2 0833 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. φυλάσσων τὴν αὑλήν custos aulae vel caulae, ovilis. (ʼի ձայնէս Վտառ ըստ ա նշ.) Պահապան վտառաց՝ երամակաց՝ հօտից. եւ Պահ՝ բակ եւ փարախ նոցա. *Ի վերայ ապարանիցն մայասայ որդւրոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия